ταυροκαθάπτης

ταυροκαθάπτης
ὁ, Α
1. ιππέας που έπαιρνε μέρος στα θεσσαλικά ταυροκαθάψια
2. είδος ανδρεικέλου που χρησίμευε για την παρόξυνση τών ταύρων κατά τις ταυρομαχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + καθαπτής (< καθάπτω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • ταυράριος — ὁ, Α πιθ. ταυροκαθάπτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κατάλ. άριος (πρβλ. ταπητ άριος)] …   Dictionary of Greek

  • ταυροκαθάψια — Γιορτή στην αρχαία Θεσσαλία, στη Σμύρνη, στη Σινώπη, στην Τίρυνθα και στην Κρήτη, όπου γινόταν αγώνας για τη σύλληψη άγριου, ή ερεθισμένου ταύρου. Οι νέοι που συμμετείχαν στον αγώνα ονομάζονταν ταυροκαθάπται, και προσπαθούσαν έφιπποι να συλλάβουν …   Dictionary of Greek

  • ταυρομάχια — (στα ισπανικά corrida de toros ή απλά corrida). H δημοφιλέστερη λαϊκή αθλητική εκδήλωση στην Ιβηρική χερσόνησο. Η πάλη του ανθρώπου με τον ταύρο ήταν από την αρχαιότητα απόδειξη θάρρους και ικανότητας· την εκτιμούσαν ως θέαμα και ως άθλημα οι… …   Dictionary of Greek

  • ταυρομαχία — (στα ισπανικά corrida de toros ή απλά corrida). H δημοφιλέστερη λαϊκή αθλητική εκδήλωση στην Ιβηρική χερσόνησο. Η πάλη του ανθρώπου με τον ταύρο ήταν από την αρχαιότητα απόδειξη θάρρους και ικανότητας· την εκτιμούσαν ως θέαμα και ως άθλημα οι… …   Dictionary of Greek

  • ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”